- ανατροπεύς
- (-εως) ο1) ниспровергатель; разрушитель; 2) участник переворота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνατροπεύς — ouerturner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροπῆς — ἀνατροπεύς ouerturner masc nom pl ἀνατροπεύς ouerturner masc nom/voc pl ἀνατροπή capsizing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροπῆι — ἀνατροπεύς ouerturner masc dat sg (epic ionic) ἀνατροπῇ , ἀνατροπή capsizing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατροπέας — ο (Α ἀνατροπεύς) αυτός που ανατρέπει, επιφέρει ανατροπή αρχ. αυτός που καταστρέφει, διαφθείρει … Dictionary of Greek
ἀνατροπῇ — ἀνατροπῆι , ἀνατροπεύς ouerturner masc dat sg (epic ionic) ἀνατροπή capsizing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροπέα — ἀνατροπέᾱ , ἀνατροπεύς ouerturner masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροπέας — ἀνατροπέᾱς , ἀνατροπεύς ouerturner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)